Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αβούλετον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αβόλετον (το ακατόρθωτο, το αδύνατο, το αθέλητο).

Συνώνυμα:

αβόλετον (το)