Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αβρολοώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. αβρίζω (1. αφρίζω. 2. διακατέχομαι από έντονο θυμό-εκνευρισμό)

Συνώνυμα:

αβρίζω