Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αγγονίζουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

1. αποκτώ κάτι που μου έχουν δώσει ή που έχω αποκτήσει χωρίς να το θέλω πραγματικά και αναγκάζομαι να το κρατήσω 2. μτφ. μου μεταδίδεται ασθένεια.

Παροιμίες:

Αγγονίστην ο αναβράκωτος βρατζ̌ίν [Απέκτησε ο ξεβράκωτος βρακί] Λέγεται επιτιμητικά για κάποιον φτωχό που απέκτησε κάποια περιουσία χωρίς να το αξίζει και συμπεριφέρεται αλαζονικά. Αγγονίστην τζ̌ʼ ο σ̌σ̌ύλος βρακοζώνιν [Απέκτησε ο σκύλος βρακοζώνι] Βρακοζώνιν (το) = η ζώνη του βρακιού. Λέγεται για φτωχούς που απέκτησαν κάτι, το οποίο έτσι κι αλλιώς τους είναι άχρηστο, αλλά παρόλʼ αυτά κάμνουν εξαιτίας του τους σπουδαίους.