Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αγιοκτύτης, -ισσα »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αγιογτύτης (ο αγιογδύτης, αυτός που κλέβει μέχρι και αγίους).

Συνώνυμα:

αγιογτύτης