Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« ΄Αγιωμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. άγιος (1. η σκουριά. 2. αρρώστια φυτών).

Συνώνυμα:

γιώμαν, άγιος (το)