Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αγκλέουρας (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αγλέουρας (δηλητηριώδες φυτό).

Συνώνυμα:

Αγλέουρας (ο)