Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αζουλιάρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η ζηλιάρα.

Συνώνυμα:

Αζουλιαρκά, Αζουλόκαττα και Ζηλιαρκά (η)