Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αζούρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η σβούρα, ο στρόμβος.

Συνώνυμα:

Αζουρία, Ασβούρα, Ασγούρα, Σγούρα (η)