Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αθθολόος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η καρδιά του λουλουδιού. 2. η εργάτρια μέλισσα. 3. όργανο μελισσοκόμων που βγάζει και διαχωρίζει το μέλι.