Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« ΄Αθθρωπος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. άδρωπος (1. ο άνθρωπος. 2. ο άνδρας).

Συνώνυμα:

΄Αδρωπος (ο)