Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αδιόλητος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

ο μη οργωμένος. Η ανύπαρκτη ή η μοναδική φορά οργώματος (για χωράφι).