Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αναπαμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

1. ο αναπαυμένος, ο ξεκούραστος. 2. ο αμέριμνος.

Συνώνυμα:

Νεπαμένος, -η, -ον