Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αναπαμός (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αναπαή (η ανάπαυση, η ξεκούραση).

Συνώνυμα:

Αναπάς (ο), Ανάπαψη (η), Νεπαμός (ο)