Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ανάσερμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το σύρσιμο της φωνής, το αγκομαχητό.

Συνώνυμα:

Ανάσυρμαν (το)