Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ανεφανταρκά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αναφανταρκά [1. η υφάντρια. 2. η αράχνη. 3. βλ. αζαγιά (ο ιστός της αράχνης)].

Συνώνυμα:

Αναφαντούα, Ανεφαντούα, Νεφανταρκά (η)