Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ανόλπιστος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. ανέρπιστος (ο ανέλπιστoς, ο απρόσμενος).

Συνώνυμα:

Ανόρπιστος, -η, -ον