Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« ΄Ανομη (η) »

Επίθετο

Σημασία:

1. βλ. άνομος (ο έκνομος). 2. μτφ. η γυναίκα εκτός ηθικού νόμου.