Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αντάτζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. μέρος χωραφιού που καλλιεργήθηκε ή που θα θεριστεί. 2. η αρχή.