Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αλισ̌βερίσ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αλισ̌-βερίσ̌ιν (η συναλλαγή, η διαπραγμάτευση).