Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αμελέτητα (τα) [μόνο στον πληθυντικό] »

Ουσιαστικό

Σημασία:

οι όρχεις.

Συνώνυμα:

Αρτζ̌ίθκια, Αχαμνά, Λιμπά (τα)