Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αμμαδκιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

ματιάζω.

Συνώνυμα:

Αμμαθκιάζω, Μμαδκιάζω, Μμαθκιάζω