Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αμματάς (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. δερματικό εξάνθημα σε σχήμα σπυριού. 2. το ψάρι βλάχος.

Συνώνυμα:

Γαιματάς (ο)