Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αμματόκλαδον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η βλεφαρίδα, το ματόκλαδο.

Ετυμολογία:

μάτι+κλαδιά= βλεφαρίδες

Συνώνυμα:

Αμματόφυλλον, Μματόκλαδον, Μματόφυλλον (το)