Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αμουστάκωτος, -oν »

Επίθετο

Σημασία:

1. αυτός που δεν έχει ή δεν του έχει φυτρώσει μουστάκι 2. ο έφηβος.