Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αναγιώννω »

Ρήμα

Σημασία:

1. μεγαλώνω κάποιον σαν τον γιο μου. 2. περιποιούμαι κάτι (παιδιά, ζώα, φυτά) για να μεγαλώσει.

Ετυμολογία:

ανά= άνω+αρχ.ρήμα υιόνω

Συνώνυμα:

Αναστήννω, Ανιώννω, Νιώννω

Παροιμίες:

Παφίτην αναγιώννεις, κατσόσσιηρον μερώννεις = Λέγεται για ανθρώπους με δύστροπο χαρακτήρα