Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αναδόγνει μου (σου, του) »

Ρήμα

Σημασία:

1. αλλάζω ξαφνικά άποψη. 2. θεωρώ προηγούμενη σκέψη ή ενέργειά μου λανθασμένη.

Συνώνυμα:

Αναδόχνει μου (σου, του), Αναόγνει μου (σου, του)