Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αναείρνω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. αναγείρνω (1. ξεσηκώνω, ανατρέπω. 2. μτφ. δημιουργώ χάος).

Συνώνυμα:

Αναέρνω