Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Ανακατοκούππης, -ισσα, -ικον »
Επίθετο
Σημασία:
1. ο λαίμαργος. 2. μτφ. αυτός που σπέρνει ζιζάνια.
Ετυμολογία:
ανακατώννω+κούππα
Συνώνυμα:
Ανακατωσούρης, -α, -ιν, Ανακατώστρας, -α, Νεκατοκούπ-πης, -ισσα, -ικον, Νεκατώστρας, -α, Νεκατώστρα (η)