Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ανακατώννουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ανακατεύκουμαι (1. ανακατεύομαι. 2. έχω τάση για εμετό. 3. μτφ. συμμετέχω σε καβγάδες).

Συνώνυμα:

Νεκατώννουμαι