Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ανακατωσ̌ιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το ανακάτεμα. 2. η ακαταστασία. 3. μτφ. η φασαρία.

Συνώνυμα:

Νεκατωσ̌ιά (η)