Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ανάμισι (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ανάμισης (ενάμισης (ο), μιάμιση (η), ενάμισι (το)).

Συνώνυμα:

Ανάμιση (η)