Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Ανανήλιος (ο) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
1. μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος. 2. είδος σκουληκιού που ζει στο υπέδαφος και διακρίνεται για την ταχύτητά του. 3. το ηλιοτρόπιο. 4. μτφ. α) ο άνθρωπος που χάνεται απότομα. β. ο μη ορατός.
Συνώνυμα:
Ανήλιος (ο)