Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Απρόκοπος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

αυτός που δεν έχει προκοπή.

Ετυμολογία:

από+προκοπή

Ειδικές φράσεις:

«ο γονιός ο απρόκοφτος, κάμνει παιδκιά προκομμένα» (κάποτε από γονείς απόκοφτους μπορεί να βγουν παιδιά πολύ καλά και προκομένα)