Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αρκατιλλίκκιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η χειρωνακτική δουλειά του εργάτη για την οποία θα αμειφθεί.

Συνώνυμα:

Αρκατιτζ̌ή (η)