Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αρκέβκω »

Ρήμα

Σημασία:

αρχίζω, ξεκινώ.

Συνώνυμα:

Αρκεύκω, Αρκέφκω, Αρκινέβκω, Αρκινώ, Αρτζ̌έβκω, Αρτζ̌έφκω