Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ατριγύρκαστος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

ότι δεν έχει περίφραξη.

Συνώνυμα:

Ατριύρκαστος, -η, -ον