Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ατρόσ̌ιστος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

1. δεν τροχίστηκε στον τροχό. 2. χωρίς αιχμηρή κόψη.