Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αχαμνά (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. αμελέτητα (οι όρχεις). 2. βλ. αχαμνός (ο αδύνατος).

Συνώνυμα:

Αρτζίθκια, Λιμπά (τα)