Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« ΄Αψιμον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το άναμμα της φωτιάς. 2. το ζώπυρο. 3. τα καυσόξυλα, τα κούτσουρα.

Συνώνυμα:

[πληθ. Αψίματα (τα)]