Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αρνέρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

τα σημάδια που δημιουργεί το υνί από το άροτρο ή άλλο είδος οχήματος.

Συνώνυμα:

Ορνέρα (η)