Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αρσενικοθήλυτζ̌η (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αρσενικοθήλυκος (ο ερμαφρόδιτος).

Συνώνυμα:

Αρσενικοθήλυκον (το)