Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αρτσέρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αρσέρα (1. η παραφωτίδα. 2. ο φωταγωγός. 3. το παραθυράκι).