Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αρφοτέγνιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αδερφότεγνος (ανιψιός, ανιψιά).

Συνώνυμα:

Αδερφοτέγνιν (το), Αδερφοτέχνιν (το), Αδερφότεχνος, -η, Αρφότεγνος, -η, Αρφοτέχνιν (το), Αρφότεχνος, -η