Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ασ̌σ̌ελλάρης, -α, -ικον »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. αυτός που κάνει μεγάλο βηματισμό. 2. μτφ. ο γουρλής.

Συνώνυμα:

Ασ̌σ̌ελλιάρης, -α, -ικον