Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αποβκάλλω »

Ρήμα

Σημασία:

1. κουράζω κάποιον, του βγάζω την πίστη. 2. συντρίβω. 3. δημιουργώ θέματα. 4. διαλύω.

Συνώνυμα:

Ποβκάλλω