Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αππάρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η μάνα του αλόγου. 2. μτφ. η γυναίκα που έχει περιττά κιλά. 3. μτφ. η πολύ δυνατή γυναίκα

Ετυμολογία:

άππαρος= άλογο+μάνα

Συνώνυμα:

Αππαρομάνα (η)