Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Αππέσσω »
Επίρρημα
Σημασία:
1. από μέσα. 2. μτφ. αυτός που βρίσκεται δίπλα σου.
Ετυμολογία:
από+έσω
Συνώνυμα:
Αππεσσωθκιόν, Παππέσσω
Ειδικές φράσεις:
«επολοήθηκεν ο γάδαρος ΄που την αππέσω πάγνην»
(Ταρσούλη Αθηνά, «Κύπρος», 1, σελ.544, 1963)
ή
«...αππέσσω κτίζουν τα κελιά κι΄αππέξω σιμιντίριν,
αππέσσω ΄μαζωστήκασιν καμπόσοι καλοήροι...»
(Παπαδόπουλου Θεόδωρου, «Δημώδη Κυπριακά Άσματα», Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, σελ.19, 1975)