Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βουβουτζ̌ίζω »

Ρήμα

Σημασία:

κάνω έντονο και συνεχόμενο θόρυβο, βουητό.

Συνώνυμα:

Βουβουτρίζω