Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βούζουνας (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

Βούζουνας 1.το γιο- γιο (παιδικό παιχνίδι). 2. ο ανεμιστήρας. 3. μτφ. ο ασταθής (συνώνυμο: φυσανέμης, βλ. λέξη).

Ετυμολογία:

ηχοποίητη (βουζ-βουζ)

Συνώνυμα:

Βουζουνάς (ο), Βούζουνος (ο), Βουζουνόπελλος, -η, -ον