Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βουζουνίζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. βιζινίζω (1. χαστουκίζω κάποιον απότομα. 2. αντιγράφω τον θόρυβο των εντόμων).

Συνώνυμα:

Βουζουνώ